- μικρόκομψος
- μικρόκομψος, -ον (Α)(για το ύφος) ο κομψός σε μικρά, λεπτός, λεπτολόγος, λεπτομερειακός («μικρόκομψον σχῆμα συνθέσεως», Διον. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + κομψός (πρβλ. πολύ-κομψος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικρόκομψον — μικρόκομψος finicking masc/fem acc sg μικρόκομψος finicking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek